- Ναπολέων Α’, ο Μέγας
- (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου μελέτησε επίσης τους Γάλλους και Λατίνους κλασικούς και τους Εγκυκλοπαιδιστές), επέστρεψε στην Κορσική, όπου τον βρήκε η έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης (1789).
Όταν αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, κρατήθηκε μακριά από τα θυελλώδη επαναστατικά γεγονότα και περιορίστηκε σε στενές επαφές με τους κύκλους των Ιακωβίνων. Αφού διακρίθηκε για την πρωτοβουλία του στην πολιορκία της Τουλόν (Δεκέμβριος 1793), προήχθη σε υποστράτηγο και τον Μάρτιο του 1794 ανέλαβε τη διοίκηση του πυροβολικού του στρατού της Ιταλίας. Μετά την 9η Θερμιδώρ, έπεσε σε δυσμένεια, ως ύποπτος για ιακωβινισμό, αρνήθηκε τη μετάθεσή του στη Βανδέα και διαγράφηκε από τα στελέχη του στρατού. Επέστρεψε τότε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον Μπαρά και τον Καρνό, κατέστειλε, με εντολή του Διευθυντηρίου, τη βασιλική εξέγερση εναντίον της Συμβατικής, ανέλαβε τη διοίκηση του στρατού του εσωτερικού (Οκτώβριος 1795) και, μετά το γάμο του με την Ιωσηφίνα ντε λα Παζερί, χήρα του στρατηγού Ντε Μποαρνέ, τη διοίκηση του στρατού της Ιταλίας.
Αφού απεύθυνε ένα διάγγελμα προς τα στρατεύματά του, που ήταν απροκάλυπτη πρόσκληση για λεηλασία, και μια προκήρυξη προς τους Ιταλούς πατριώτες, με την οποία υποσχόταν ελευθερία και ευημερία, άρχισε στις αρχές Απριλίου του 1796 την πρώτη του ιταλική εκστρατεία. Οι φάσεις της νέας στρατηγικής που σχεδίασε ο Ν. ήταν η συντριβή του Πεδεμοντίου, η κατάκτηση της Λομβαρδίας και, στη συνέχεια, η προέλαση κατά της Βιέννης. Ακριβώς σύμφωνα με τα σχέδιά του, μέσα σε λίγες μέρες, ο βασιλιάς της Σαρδηνίας, που αποκόπηκε γρήγορα από τους Αυστριακούς συμμάχους του, αναγκάστηκε να δεχτεί ανακωχή (Κεράσκο, 28 Απριλίου), με την οποία παραχωρούσε στη Γαλλία τη Νίκαια και τη Σαβοΐα και τη χρήση μερικών βάσεων του Πεδεμοντίου (Πιεμόντε) για τον πόλεμο εναντίον της Αυστρίας. Η προέλαση κατά του Λόντι εξασφάλισε στον Ν. την κατοχή της Λομβαρδίας, στην πρωτεύουσα της οποίας μπήκε θριαμβευτικά το Μάιο. Η συνέχεια της εκστρατείας της Ιταλίας υπήρξε ένα αριστούργημα στρατηγικής ικανότητας και διορατικότητας. Η συντριβή του παπικού στρατού στην Ανκόνα υποχρέωσε τον Πιο ΣΤ’ να δεχτεί ανακωχή (Τολεντίνο, Φεβρουάριος 1797), με την οποία η Αγία Έδρα υποχρεωνόταν να πληρώσει 21 εκατομμύρια, να παραδώσει πεντακόσιους κώδικες της Βιβλιοθήκης του Βατικανού και εκατό έργα τέχνης και, επιπλέον, να παραιτηθεί από την Αβινιόν και από τη Βενασσική Επιτροπή στη Γαλλία και από όλες τις πρεσβείες της στην Ιταλία. Επιστρέφοντας στη βόρεια Ιταλία, με τη μάχη του Ρίβολι, ο Ν. κατέλαβε τη Μάντοβα, επιτέθηκε πάλι εναντίον των Αυστριακών - αφού πρόλαβε να φτάσει πριν από αυτούς στον ποταμό Ταλιαμέντο - και τέλος επέβαλε στον αρχιστράτηγό τους, τον αρχιδούκα Κάρολο, πρώτα την ανακωχή και κατόπιν, με απροκάλυπτη κατάχρηση εξουσίας, τα προκαταρκτικά της ειρήνης του Λεόμπεν (18 Απριλίου 1797).
Η συνθήκη του Καμποφόρμιο με την οποία τερματίστηκε η πρώτη ιταλική εκστρατεία του Ν. - και με την οποία η Αυστρία παραχωρούσε στη Γαλλία το Βέλγιο και τα Ιόνια Νησιά - ώς αντάλλαγμα των κτήσεων της Δημοκρατίας της Βενετίας, της οποίας η ιστορική ελευθερία καταπνίγηκε βίαια - ήταν σημαντικό πολιτικό γεγονός, γιατί επισφράγισε τη νίκη της Δημοκρατίας, που προήλθε από την Επανάσταση στη μεγαλύτερη συντηρητική δύναμη της Ευρώπης και επέτρεψε στο Ν. να επιβάλει στην Ιταλία τη γαλλική κυριαρχία, η οποία, παρά την πολιτική διαρπαγής που άσκησαν οι κατακτητές, προκάλεσε την αναγέννηση εκείνη του εθνικού αισθήματος, που θα έβρισκε την υψηλότερη έκφραση της αργότερα, στο κίνημα εθνικής αποκατάστασης της Ιταλίας (Ριζορτζιμέντο). Για πολλά χρόνια πράγματι, η Εντεύθεν των Άλπεων Δημοκρατία - που γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1797 και περιλάμβανε την Εμίλια-Ρομάνια και τη Λομβαρδία με πρωτεύουσα το Μιλάνο - υπήρξε πρότυπο σύγχρονου κράτους, σε μια χώρα, όπου η πολιτική ζωή είχε ατροφήσει για μακρά περίοδο, με τις οπισθοδρομικές διακυβερνήσεις της Αυστρίας και της παποσύνης. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι, όπου τον είχε καλέσει το Διευθυντήριο για να εισβάλει στη Μεγάλη Βρετανία, ο Ν. αποφάσισε, αντίθετα, να επιτεθεί εκεί όπου κατά τη γνώμη του βρισκόταν το πιο ευαίσθητο σημείο της σφαίρας επιρροής του, και οργάνωσε την εκστρατεία κατά της Αιγύπτου.
Αφού κατέλαβε τη Μάλτα, αποβιβάστηκε στην Αλεξάνδρεια (Ιούλιος 1798) και λίγο αργότερα νίκησε τους Μαμελούκους στις Πυραμίδες· αλλά την 1η Αυγούστου, ο αγγλικός στόλος με τον Νέλσον κατέστρεψε τον δικό του που ήταν αγκυροβολημένος στο Αμπού Κιρ. Ενώ η είδηση της επιτυχίας του Νέλσον προκάλεσε τον σχηματισμό του δεύτερου συνασπισμού εναντίον της Γαλλίας, στον οποίο έλαβε μέρος η Μεγάλη Βρετανία, η Τουρκία, η Αυστρία και η Ρωσία, και ενώ οι συνασπισμένοι στρατοί, υπό τη διοίκηση του Ρώσου στρατηγού Σουβόροφ, ανακτούσαν από τη Γαλλία τα εδάφη που είχε κατακτήσει ο N., αυτός, αφού οργάνωσε με σύγχρονα κριτήρια τη διοίκηση της Αιγύπτου, εισέβαλε στη Συρία (1799). Η αντίσταση της Άκρας και οι επιδημίες που αποδεκάτιζαν το στρατό του τον ανάγκασαν όμως να επιστρέψει στην Αίγυπτο, από όπου - αφού ανέθεσε την αρχιστρατηγία στον Κλεμπέρ - ξεκίνησε για τη Γαλλία, κατορθώνοντας να ξεφύγει από τον αγγλικό στόλο.
Φτάνοντας στο Παρίσι βρήκε μια χώρα ταπεινωμένη από τις στρατιωτικές αποτυχίες, εξαντλημένη από τις βασιλικές συνωμοσίες, τις καταχρήσεις και την κακοδιοίκηση: στο πρόσωπό του οι Γιρονδίνοι και οι μετριοπαθείς είδαν τον στρατιώτη που θα έσωζε τη χώρα από τη στρατιωτική καταστροφή και τον πολιτικό που θα εξασφάλιζε την έννομη ελευθερία, την οποία χρειαζόταν η αστική τάξη για να ασκήσει την ταξική κυριαρχία της.
Το πραξικόπημα της Μπριμέρ το 1799, που σημείωσε το τέλος των επαναστατικών ελευθεριών, έγινε δεκτό ως έναρξη μιας νέας εποχής. Λίγες εβδομάδες αργότερα, με το νέο Σύνταγμα, η εξουσία περνούσε στα χέρια τριών υπάτων: του Βοναπάρτη, του Καμπασερές και του Λεμπρέν. Πραγματικός κύριος πλέον της Γαλλίας με την ιδιότητά του ως πρώτου υπάτου, ο Ν. επιχείρησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, οι σημαντικότερες από τις οποίες ήταν: η δημοσιονομική μεταρρύθμιση, με την οργάνωση της κρατικής πίστης και την ίδρυση της Τράπεζας της Γαλλίας (1802)· η διοικητική μεταρρύθμιση - η βαθύτερα ανανεωτική - με τη δημιουργία των θεσμών των νομαρχών, υπονομαρχών και δημάρχων, που όλοι τους ήταν υπάλληλοι διοριζόμενοι από την κεντρική εξουσία και υπεύθυνοι μόνο έναντι αυτής - η δικαστική μεταρρύθμιση, που συνίστατο κυρίως στην αναδιοργάνωση των δικαστηρίων και της αστυνομίας.
Στο μεταξύ, η Αυστρία και η Μεγάλη Βρετανία εξακολοθούσαν να μάχονται. Αποφασισμένος να απαλλαγεί πρώτα από τον πιο τρωτό εχθρό του, ο Ν. πέρασε με τον όγκο του στρατού του μέσω του Μεγάλου Αγίου Βερνάρδου, βάδισε εναντίον της Λομβαρδίας και τον Ιούνιο του 1800 μπήκε στο Μιλάνο. Κόβοντας έτσι τον αυστριακό στρατό σε δύο κομμάτια - το ένα από τα οποία έμεινε κυκλωμένο από τον Μασενά στη Γένουα - αντιμετώπισε τον εχθρό στο Μαρένγκο (Ιούλιος) και, παρότι διέπραξε μερικά σοβαρά σφάλματα τακτικής, κατόρθωσε να τον συντρίψει και να τον αναγκάσει να ζητήσει ανακωχή. Τον Δεκέμβριο η νίκη του Μορό στο Χοχενλίντεν επιβεβαίωσε τον θρίαμβο των γαλλικών όπλων και ανάγκασε τον αυτοκράτορα της Αυστρίας να διαλύσει τη συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία και να δεχτεί ειρήνη (Λινεβίλ, 1801), με την οποία αποδεχόταν τα γαλλικά σύνορα στον Ρήνο και αναγνώριζε τη Βαταβική, την Ελβετική, την Εντεύθεν των Άλπεων και τη Λιγηρική Δημοκρατία. Έναν χρόνο αργότερα (1802), με την ειρήνη της Αμιέν, τερματίστηκε προσωρινά ο οικονομικός αποκλεισμός, που από το 1792 είχε φέρει αντιμέτωπες τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία. Λίγες ημέρες αργότερα, με τον νόμο περί θρησκευμάτων, ο Ν. επιχειρούσε μια πράξη θρησκευτικής ειρήνευσης, η οποία επικύρωνε το Κονκορδάτο που είχε συνάψει το προηγούμενο έτος με τον Πίο Z’.
Γεννημένος για να κυβερνά, διαισθανόμενος ότι η δύναμη του έθνους συνίστατο στην ενότητά του, ο Ν. προσπάθησε να ενισχύσει όλους τους συντελεστές της κοινωνικής συνοχής: θρησκεία, εκπαίδευση, επιστήμη, εξωτερική μεγαλοπρέπεια, και να ευνοεί την επιστροφή πολλών φυγάδων καλώντας τους να συνεργαστούν στην ανασυγκρότηση και στον εκσυχρονισμό του κράτους. Με την πολιτική αυτή τρεις φορές - 1800, 1802, 1804 - ζήτησε και έλαβε από τον λαό την εξουσία που επιζητούσε: πρώτος ύπατος για δέκα χρόνια, ισόβιος ύπατος και τέλος αυτοκράτορας. Το 1804 εξέδωσε τον νέο αστικό κώδικα, που έμεινε γνωστός ως ναπολεόντειος κώδικας. Μετά την καταστολή της εξέγερσης των Σουάνων και την προκλητική δολοφονία του δούκα του Ανγκιέν, εναντίον του οποίου είχε διατυπωθεί η ψεύτικη κατηγορία ότι ήταν αρχηγός των συνωμοτών (1804), ο Ν. ανακηρύχθηκε με δημοψήφισμα κληρονομικός αυτοκράτορας των Γάλλων· τον Δεκέμβριο στέφθηκε από τον πάπα Πίο Z’ στη Νοτρ-Νταμ και τον επόμενο Μάιο πήρε και το στέμμα του βασιλείου της Ιταλίας.
Τον ίδιο χρόνο η Μεγάλη Βρετανία ανέλαβε την πρωτοβουλία του τρίτου συνασπισμού στον οποίο προσχώρησαν η Ρωσία, η Σουηδία, το βασίλειο της Νάπολης και η Αυστρία. Η αυστριακή εισβολή στη Βαυαρία (1805) προκάλεσε την άμεση γαλλική αντίδραση: ο αυστριακός στρατός συντρίφθηκε από τη μεγάλη στρατιά στην Ουλμ, αλλά την ίδια ημέρα ο στόλος του N., που βγήκε απερίσκεπτα από το λιμάνι του Κάδιξ, καταστράφηκε από τον Νέλσον στο Τραφάλγκαρ. Συνεχίζοντας την επίθεσή του, ο Ν. συνέτριψε άλλη μια φορά τον εχθρό στο Αούστερλιτς, στη μάχη που έμεινε γνωστή ως μάχη των τριών αυτοκρατόρων (N., Αλέξανδρου της Ρωσίας, Φραγκίσκου των Αψβούργων).
Μετά την αποχώρηση της Αυστρίας από τον συνασπισμό και τη μεταμόρφωση του γεωγραφικού χώρου που προκάλεσε ο Ν. της Ευρώπης με τη δημιουργία νέων υποτελών κρατών (Νεάπολης, Ολλανδίας, Ομοσπονδίας του Ρήνου), γεννήθηκε ο τέταρτος συνασπισμός (1806) που σχηματίστηκε από την Πρωσία, τη Ρωσία, τη Σουηδία και τη Μεγάλη Βρετανία. Στην πρώτη σύγκρουση (Ιένα, Οκτώβριος 1806) η Πρωσία νικήθηκε. Μπαίνοντας στο Βερολίνο, ο Ν. εξέδωσε το περίφημο διάταγμα στις 21 Νοεμβρίου που επέβαλε πάλι, αυστηρότερο, τον ηπειρωτικό αποκλεισμό εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας. Οι γαλλικές νίκες εναντίον των Ρώσων στο Άιλαου και στο Φρίντλαντ (1807), κατέληξαν στη συνθήκη του Τιλζίτ (τον Ιούλιο του ίδιου έτους), η οποία δημιούργησε τη γαλλορωσική συμμαχία και επικύρωσε τη διαίρεση του κόσμου σε δύο σφαίρες επιρροής: η Δύση στους Γάλλους, η Ανατολή και η Φιλανδία στους Ρώσους.
Αμέσως ύστερα από την αιφνίδια επίθεση των Άγγλων εναντίον της Δανίας, ο Ν. κατόρθωσε να δημιουργήσει με τη σειρά του έναν συνασπισμό, στον οποίο έλαβαν μέρος η Δανία, η Ρωσία, η Πρωσία και η Αυστρία. Αφού κατέλαβε την Πορτογαλία, της οποίας η αγγλόφιλη ουδετερότητα αποτελούσε μια ρωγμή στον αποκλεισμό, και την Ισπανία - της οποίας το στέμμα παραχώρησε στον αδελφό του Ιωσήφ Βοναπάρτη - τον Απρίλιο του 1809 ο Ν. δέχτηκε πάλι την επίθεση της Αυστρίας· αφού νίκησε τον εχθρό στην πολυαίμακτη μάχη του Βάγκραμ, επέβαλε στον Φραγκίσκο A’ τη συνθήκη του Σένμπρουν (Οκτώβριος) και τον Απρίλιο του 1810, αφού διαζεύχθηκε την Ιωσηφίνα, παντρεύτηκε τη Μαρία Λουΐζα των Αψβούργων, κόρη του αυτοκράτορα, η οποία το 1811 του έδωσε τον ποθητό διάδοχο, που τον ονόμασε βασιλιά της Ρώμης.
Ο Ν. φαινόταν να βρίσκεται στο αποκορύφωμα της δύναμής του, αλλά, παρά τους στρατιωτικούς θριάμβους και τη δυναστική του νίκη, η αυτοκρατορική Γαλλία παρουσίαζε ήδη σοβαρά σημεία παρακμής, που οφείλονταν σε διάφορους παράγοντες: στο τέλος της θρησκευτικής ειρήνης (με την κατάργηση της κοσμικής εξουσίας των παπών, την εξορία του Πίου Z’, την ακύρωση του Κονκορδάτου και τις αποτυχημένες απόπειρες για νέο Κονκορδάτο)· στην ενίσχυση της επιθετικής ισχύος της Μεγάλης Βρετανίας (άνοιγμα μετώπου στην Πορτογαλία, επικράτηση στη Μεσόγειο και στην Ανατολή)· στη δημιουργία εθνικιστικών κινημάτων στις υποτελείς χώρες (εξεγέρσεις στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, γέννηση του πρωσικού εθνικισμού)· στη λαϊκή αντίδραση έναντι του αποκλεισμού και της υποχρεωτικής στρατολογίας, στην προσωπική πολιτική των συγγενών του Ν. στις χώρες όπου είχαν σταλεί να κυβερνήσουν με κεντρόφυγες τάσεις έναντι του Παρισιού· στη φιλοαγγλική δραστηριότητα των διεθνώς οικονομικών κύκλων, συμπεριλαμβανομένων και των γαλλικών.
Παρ’ όλα αυτά ο Ν. προετοιμαζόταν για την εκστρατεία της Ρωσίας, από όπου ήλπιζε να φτάσει έως την Ινδία και να αποσπάσει έτσι από τη Μεγάλη Βρετανία τα πολυτιμότερα αποικιακά εδάφη της. Φαινομενική αιτία της παραβίασης της συνθήκης του Τιλζίτ ήταν το τσαρικό διάταγμα του Δεκεμβρίου 1810, με το οποίο τα ρωσικά λιμάνια ανοίγονταν στα ουδέτερα πλοία και καθιερωνόταν ένα δασμολογικό σύστημα που έπληττε τις γαλλικές εξαγωγές.
Αφού πέρασε τον ποταμό Νιέμεν με στρατό 700.000 αντρών, από τους οποίους οι Γάλλοι δεν ήταν περισσότεροι από το ένα τρίτο, ο Ν. μόνο στο Σμολένσκ μπόρεσε να δώσει μάχη με τον εχθρό (Ιούλιος 1812)· μετά την αιματηρότατη σύγκρουση, οι Ρώσοι εξακολούθησαν να υποχωρούν, εξαναγκάζοντας τον στρατό του Ν. να συνεχίσει μια προέλαση που γινόταν διαρκώς δυσκολότερη, εξαιτίας των τεράστιων αποστάσεων, του ελλιπούς ανεφοδιασμού, των πολλαπλασιαζόμενων λιποταξιών και, κυρίως, του ανταρτοπόλεμου, με τον οποίο ο ρωσικός λαός αντιδρούσε στην εισβολή. Τον Σεπτέμβριο, ύστερα από μια σκληρή μάχη στις όχθες του Μόσκοβα, ο Ν. έμπαινε στην παλιά πρωτεύουσα. Αλλά ο πόλεμος δεν είχε καθόλου τελειώσει : η επίμονη άρνηση του τσάρου να έρθει σε διαπραγματεύσεις, ειρήνης και η πυρπόληση της Μόσχας ανάγκασαν τον Ν. να αντιμετωπίσει έναν ακόμα φοβερότερο εχθρό, τον ρωσικό χειμώνα, και να αρχίσει (είχε ήδη περάσει ο μισός Οκτώβριος) την υποχώρηση εκείνη που κατέστρεψε τελικά τον στρατό του και υπήρξε το σύνθημα για την εξέγερση των γερμανικών λαών.
Ύστερα από την καταστρεπτική μάχη του Μπερεζίνα τον Νοέμβριος, ο Ν. άφησε στον Μιρά την αρχηγία των δυνάμεων που του είχαν απομείνει και γύρισε μόνος στο Παρίσι όπου, αφού κατέπνιξε μια απόπειρα δημοκρατικού πραξικοπήματος, ανασυγκρότησε νέο στρατό, με τον οποίο αντιμετώπισε τον έκτο εναντίον του συνασπισμό.
Μετά την ήττα του στη Λειψία (1813) και την προδοσία του Μιρά, υπερασπίστηκε σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος της Γαλλίας εναντίον των συνασπισμένων στρατευμάτων έως ότου μετά την είσοδο του εχθρού στο Παρίσι (Μάρτιος 1814), παραιτήθηκε και, εγκαταλελειμμένος από τη σύζυγό του, αποσύρθηκε στο νησί της Έλβας, ενώ στον θρόνο της Γαλλίας ξαναγύριζαν οι Βουρβόνοι.
Αλλά το Μάρτιο του 1815 οι ηγεμόνες και οι υπουργοί που ήταν συγκεντρωμένοι στο συνέδριο της Βιέννης πληροφορήθηκαν ξαφνικά ότι ο N. - ξεφεύγοντας από την αγγλική επιτήρηση - είχε επιστρέψει στο Παρίσι, όπου έγινε με ενθουσιασμό δεκτός από τον λαό. Ήταν η ύστατη αναλαμπή του, που έμεινε γνωστή με την ονομασία «Εκατό Ημέρες».
Όταν είδε να απορρίπτονται οι προτάσεις του για ειρήνη, ο Ν. οργάνωσε γρήγορα έναν στρατό, με τον οποίο εισέβαλε στο Βέλγιο. Έπειτα όμως από μερικές αρχικές νίκες, ηττήθηκε οριστικά στο Βατερλό (18 Ιουνίου 1815) από τους Άγγλους του Ουέλινγκτον και τους Πρώσους του Μπλίχερ. Ξαναγυρίζοντας στο Παρίσι, παραιτήθηκε για δεύτερη φορά.
Κατέφυγε στο Ροσφόρ ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια του να διαφύγει στην Αμερική, παραδόθηκε στους Άγγλους, οι οποίοι τον μετέφεραν στην Αγία Ελένη, ένα νησάκι χαμένο μέσα στον Ατλαντικό, όπου έζησε αιχμάλωτος γράφοντας τα απομνημονεύματά του και όπου πέθανε στις 5 Μαΐου 1821. Από το 1840 η τέφρα του έχει εναποτεθεί κάτω από τον θόλο των Απομάχων στο Παρίσι.
Στρατηγός με εξαιρετικές ικανότητες, ώστε να θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους της ιστορίας, ο Ν. είχε και αξιόλογες πολιτικές αρετές, γιατί κατόρθωσε να ενσαρκώσει την αστική επανάσταση, τόσο εναντίον κάθε επιστροφής του «παλιού καθεστώτος» όσο και εναντίον κάθε παρέκκλισης προς μορφές λαϊκής διακυβέρνησης αν και ο ίδιος στη νεανική ηλικία του είχε ιακωβινικές ιδέες. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο στη Ρωσία δεν απελευθέρωσε τους δουλοπάροικους και μετά το Βατερλό, δεν όπλισε τον παρισινό λαό, που ήταν πρόθυμος να πολεμήσει γι’ αυτόν. Η αστική μορφή συγκεντρωτικής διακυβέρνησης, που πρώτος αυτός δημιούργησε, έγινε το πρότυπο για τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη στα κατοπινά χρόνια, όταν τα πρώτα σπέρματα της Επανάστασης, που ο ίδιος είχε μεταφέρει στις κατακτημένες χώρες έδωσαν τους καρπούς τους. Αν και στους διπλωματικούς συνδυασμούς του δε σεβάστηκε ιδιαίτερα τις εθνότητες, βοήθησε στην εθνική αφύπνιση της Ιταλίας, της Πολωνίας, της Γερμανίας και των βαλκανικών χωρών.
«Ο θάνατος του αυτοκράτορα», τμήμα από πίνακα του Καρλ φον Στέμπιν. Ο Ναπολέων πέθανε στην εξορία της Αγίας Ελένης στις 5 Μαΐου 1821.
Μια από τις λαμπρότερες νίκες του Ναπολέοντα: η μάχη της Ιένας (1806). Στη φωτογραφία η μάχη όπως εικονίζεται σε πίνακα του Σαρλ Ζεβερέν στον πύργο του Γκρο-Μπουά (Σεν-ε-Ουάζ).
Η κωμόπολη Καπολιβέρι της Έλβας, όπου έζησε εξόριστος ο Ναπολέων A’.
Η κρεβατοκάμαρα του, στην έπαυλή του στην Πορτοφεράγιο. Μεταξύ 1814 και 1815 η Έλβα είχε αποτελέσει ένα εφήμερο βασίλειο που παραχωρήθηκε στο Ναπολέοντα.
Τμήμα από το μεγάλο πίνακα που αφιέρωσε ο Ζακ Νταβίντ (Παρίσι, Λούβρο) στη στέψη του Ναπολέοντα, που έγινε στην Παναγία παρουσία του Πάπα Πίου του Z’.
Τη μεγάλη ευκαιρία να αποκαλύψει στον κόσμο τις αρετές του ως μεγαλοφυούς στρατηλάτη και επιδέξιου πολιτικού, την πρόσφερε στο Ναπολέοντα η εκστρατεία της Ιταλίας (πάνω, η διάβαση του Μεγάλου Αγίου Βερνάρδου σε πίνακα του Σαρλ Τιβενέν), η οποία κατάληξε στην ταπεινωτική ήττα της Αυστρίας, της μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης της Ευρώπης.
Αντιπροσωπευτική εικόνα του μεγάλου Ναπολέοντα, έργο (1810) του Σαμπόρ. Ο πίνακας βρίσκεται στο Μουσείο του Ναπολέοντα στη Ρώμη.
Dictionary of Greek. 2013.